μουγκρητό — και μουγγρητό, το 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μουγκρίζω, κραυγή θηρίου ή κατοικίδιου ζώου και ιδίως βοδιού ή αγελάδας, μυκηθμός, μουκάνισμα 2. (για πρόσωπα) γοερή και σπαρακτική κραυγή πόνου, ούρλιασμα, οιμωγή 3. (για τη θάλασσα) βοή,… … Dictionary of Greek
μουγγρητό — το βλ. μουγκρητό … Dictionary of Greek
μουγκαλισματιά — η 1. (για ζώα) μουγκρητό, μυκηθμός 2. (για ανθρώπους) δυνατό βογγητό πόνου, μούγκρισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μουγκάλισμα, ατος + κατάλ. ιά (πρβλ. καψιματ ιά, λαβωματ ιά)] … Dictionary of Greek
μουγκανητό — το μουγκρητό, μυκηθμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μουγκανίζω + κατάλ. ητό (πρβλ. μουγκρ ητό, νιαουρ ητό)] … Dictionary of Greek
μουγκηματιά — μουγκηματιά, ἡ (Μ) 1. μυκηθμός, μουγκρητό 2. (γενικά) παρατεταμένη υπόκωφη φωνή ζώου. [ΕΤΥΜΟΛ. < *μούγκημα, ατος (< μουγκοῦμαι) + κατάλ. ιά (πρβλ. καψιματ ιά, λαβωματ ιά)] … Dictionary of Greek
μουγκρισμός — και μουγγρισμός, ο (Μ μουγκρισμός και μογκρισμός) [μουγκρίζω] μούγκρισμα, μουγκρητό («και με μεγάλην ταραχήν και μουγκρισμόν ομάδι», Ερωτόκρ.) … Dictionary of Greek
μούγκρισμα — και μούγγρισμα, το (Μ μούγκρισμα) [μουγκρίζω] μουγκρητό, μουγκανητό, βρυχηθμός … Dictionary of Greek
μυκηδόν — (Α) επίρρ. με μυκηθμούς, με μουγκρητό, μουγκρίζοντας. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυκῶμαι «μουγκρίζω» + επιρρμ. κατάλ. ηδόν (πρβλ. βαθμ ηδόν)] … Dictionary of Greek
μυκώμαι — (ΑΜ μυκῶμαι, άομαι, Α και μύκομαι) 1. (κυρίως για τα βοοειδή) εκβάλλω μυκηθμό, μουγκρίζω, μουκανίζω («μόσχοι σὺν κεραῇσιν ἐμυκήσαντο βόεσσι», Θεόκρ.) 2. (για άψυχα) εκβάλλω υπόκωφο και παρατεταμένο ήχο, βοώ, βουίζω (α. «η θάλασσα... μυκάται… … Dictionary of Greek
μούγκρισμα — το, ατος μουγκρητό, δυνατή και άγρια φωνή, βρυχηθμός: Τα βόδια συνεννοούνται με μουγκρίσματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)